ἰαμβώδης

ἰαμβώδης
ἰαμβώδης [ῐ], ες,
A iambic, scurrilous,

ἐπίδειξις Philostr.VA6.11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιαμβώδης — ἰαμβώδης, ῶδες (Α) [ίαμβος] ιαμβικός, σατιρικός …   Dictionary of Greek

  • ἰαμβώδη — ἰαμβώδης iambic neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰαμβώδης iambic masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰαμβώδης iambic masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”